- τρίπηδος
- ό, και τρίπηδον, τὸ, Ατριποδισμός, ο καλπασμός τού ίππου («δρόμος τρίπηδος», (Ιππιατρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + πηδῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριπήδῳ — τρίπηδον trot neut dat sg τρίπηδος trot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)